ζωγραφιστός — και ζουγραφιστός, ή, ό [ζωγραφίζω] 1. ζωγραφισμένος, αυτός που έχει παρασταθεί με ζωγραφιά 2. αυτός που έχει ζωγραφιές, που είναι στολισμένος με ζωγραφιές 3. αυτός που είναι περίτεχνα ζωγραφισμένος, ο στολισμένος σαν ζωγραφικό έργο 4. μτφ. αυτός… … Dictionary of Greek
ζωγραφιστός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ζωγραφισμένος, που παραστάθηκε με ζωγραφιά, ο ποικιλμένος με ζωγραφιά. 2. μτφ., ωραίος σαν ζωγραφιά, ο πολύ όμορφος: Ζωγραφιστό πρόσωπο. 3. φρ., «Nα μη σε δω ούτε ζωγραφιστό», δεν ανέχομαι ούτε την εικόνα σου να αντικρίσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελοζωγραφιστός — ή, ό αυτός που μοιάζει με ζωγραφισμένο άγγελο, ο εξαιρετικά όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + ζωγραφιστός] … Dictionary of Greek
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek
ιστοριστός — ἱστοριστός και στοριοτός, ή, όν (Μ) [ιστορίζω] 1. ζωγραφιστός 2. ξακουστός … Dictionary of Greek
μινιάδος — α, ον ζωγραφιστός, χρωματιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. miniado] … Dictionary of Greek
χρυσέγκαυστος — ον, Α ζωγραφισμένος με χρυσό με τη μέθοδο τής έγκαυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἔγκαυστος «ζωγραφιστός με τη μέθοδο τής έγκαυσης»] … Dictionary of Greek
δισκογλωσσίδες — (discoglossidae). Οικογένεια άνουρων βατράχων. Οι βάτραχοι της οικογένειας αυτής χαρακτηρίζονται κυρίως από την κάλυψη των δαχτύλων τους από μία ανθεκτική μεμβράνη. Η γλώσσα τους, σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους βατράχους, είναι κυκλική… … Dictionary of Greek